- τερατουργία
- τερατουργίᾱ , τερατουργίαworking of wondersfem nom/voc/acc dualτερατουργίᾱ , τερατουργίαworking of wondersfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερατουργία — η, ΝΑ [τερατουργός] νεοελλ. τερατώδης πράξη, τερατούργημα αρχ. 1. το να κάνει κανείς θαυμαστά πράγματα, θαυματοποιία 2. η χρησιμοποίηση θαυμαστών πραγμάτων ή διηγήσεων 3. τάση για χρησιμοποίηση ή και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που δείχνει κανείς για … Dictionary of Greek
τερατουργίας — τερατουργίᾱς , τερατουργία working of wonders fem acc pl τερατουργίᾱς , τερατουργία working of wonders fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατουργίαι — τερατουργία working of wonders fem nom/voc pl τερατουργίᾱͅ , τερατουργία working of wonders fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατουργίαν — τερατουργίᾱν , τερατουργία working of wonders fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατουργίαις — τερατουργία working of wonders fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՐՈՒԵՍՏԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0372 Chronological Sequence: Early classical, 6c գ. τερατουργία opus prodigiosum Գործ ճարտար կամ հիացուցիչ. *Տեսանէի զպարունակեալ արուեստագործութիւնն. Պիտ.: *Զիա՞րդ կերակրոց եւ ըմպելեաց ընդհատումն եւ բախումն գործեսցէ առանց որովայնի, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)